-ῶμαι, ἰων. λαβέομαι (λώβη)' φέρομαι κατὰ τρόπον μοχθηρό, προσβάλλω, βρίζω, κακομεταχειρίζομαι | 2. ἀτιμάζω, καταισχύνω.
ΙΙ. παθ. μτχ. λελωβημένος ἐν παθ. ἐνν.= ἀκρωτηριασμένος.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου