ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ πρτ. μόνο, ἀποθ., ἀμτβ., ἐργάζομαι πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν πρὸς τὸ ζῆν, κουράζομαι, μοχθῶ, κοπιάζω | 2. εἶμαι ἐνδεής, φτωχός | 3. μετὰ γεν., εἶμαι φτωχὸς εἴς τι, ἔχω ἔλλειψη ἀπό κάτι.
ΙΙ. μτβτ. ἐργάζομαι, παρασκευάζω, ἀσχολοῦμαι.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου