(διά + ἵστημι) διαχωρίζω, τοποθετῶ χωριστά, ἀποσπῶ | παθ. διαχωρίζομαι, διαιροῦμαι | διαφέρω, διαφωνῶ, φιλονικῶ.
[διαστήτην, ἐπ. ἀντὶ διεστήτην, γ’ δυϊκ. ἀόρ. β’ (Α 6)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου