(ἀμφί + βαίνω)' περιβαίνω, περιπατῶ ὁλόγυρα, περιέρχομαι, ἡέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, ὁ ἥλιος ἀκολουθῶν τὴν τροχιὰν αὑτοῦ εἶχε μεσουρανήσῃ, Ἰλ. Θ. 68. | 2. ἐπιβαίνω, ἐποχοῦμαι, ἀμφ’ ἑνὶ δούρατι βαῖνε=ἐπωχεῖτο ἐπὶ ἑνὸς ξύλου, Ὀδ. Ε. 371 | 3. περιβαίνω πεπτωκότα φίλον ἵνα τὸν προστατεύσω, ἵσταμαι ἐπ’ αὐτοῦ, ἀμφὶ κασιγνήτῳ βεβαὼς Ἰλ. Ξ. 477: Ἐντεῦθεν, ἐπὶ πολιούχων θεοτήτων= προφυλάττω, προστατεύω, Κίλλαν ἀμφιβέβηκας Ἰλ. Α. 37.
ΙΙ. περιβάλλω, περικαλύπτω, μ. αἰτ., νεφέλη σκόπελον ἀμφιβέβηκε Ὀδ. Μ. 74· σὲ πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν Ἰλ. Ζ. 355, πρβλ. Ὀδ. Θ. 541' ὡσαύτως μ. δοτ., Τρώων νέφος ἀμφιβέβηκεν νηυσὶν Ἰλ. Π. 66.
[ἀμφιβέβηκας πρκ. (Α 37)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου