ἀπηρχ. ἐν. τοῦ ἀορ. β' ἔπορον καὶ τοῦ παθ. πρκ. πέπρωμαι' ἐκτελῶ, ἐπινοῶ | 2. παρέχω, πορίζω, δίδω, προσφέρω, χαρίζω, παραχωρῶ | 3. παθ. πρκ. πέπρωμαι=εἶμαι δεδομένος (προορισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας ἢ ὑπὸ τῆς τύχης), μτχ. πεπρωμένος,η,ον=ὁρισμένος, προορισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας.
Ἐτυμ.: πορεῖν=κυρ. κάμνω τι νὰ φθάσει εἴς τινα ἢ εἴς τι μέρος, προμηθεύω, πεπρωμένος, πόρος, πείρω.
[πόρε, ἐπ. ἀντὶ ἔπορε, ἀόρ. β’ (Α 72)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου