ἀττ. θαρρέω (θάρσος)' εἶμαι πλήρης θάρρους, αἰσιόδοξος, ἔχω θάρρος' θάρσει, θαρσεῖτε=ἔχε(τε) θάρρος | 2. μετ᾿ αἰτ. πραγμ., αἰσθάνομαι θάρρος γιὰ κάτι, δὲν φοβᾶμαι | 3. μετ᾿ ἀπρφ., ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι...
[θαρσήσας, μτχ. (Α 85)]
[θάρσησε, ἀόρ. (Α 92)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου