αἰολ. καὶ ἐπ. δεύω' μοῦ λείπει κάτι, χρειάζομαι, ἔχω ἀνάγκη τινός, στεροῦμαι τινος.
ΙΙ. συχν. ὡς ἀποθ. δέομαι' αἰσθάνομαι τὴν ἔλλειψη ἢ ἀπώλεια πράγματός τινος, εἶμαι ἀνίκανος νὰ εὗρω τι, τά ᾿χω χαμένα' εἶμαι ἐλλιπὴς εἴς τι, ὑστερῶ εἴς τι.
[δευόμενον, μτχ. οὐδ. ἐνεστ. τοῦ δεύω (Α 134)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου