εἶμαι κατάκοπος, ἐξαντλημένος | 2. αἰσθάνομαι ἄσχημα, εἶμαι ἀσθενής | 3. γεν., εἶμαι περίλυπος, στενοχωρημένος, βασανισμένος | 4. οἱ καμόντες, οἱ κεκμηκότες, ἐπ. κεκμηότες ἢ κεκμηῶτες=οἱ ἐπιτελέσαντες τὴν ἀποστολή των, οἱ νεκροί' οἱ κάμνοντες=οἱ νοσοῦντες, οἱ ἀσθενεῖς' κεκμηκότες=τὰ πνεύματα (οἱ σκιές) τῶν νεκρῶν.
ΙΙ. μτβτ., κατασκευάζω τι μετὰ κόπου, ἐργάζομαι σκληρά' κερδίζω τι μὲ πολὺ κόπο.
[κάμω, ὑποτ. ἀορ. β’ (Α 168)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου