ποιητ. πολεμίζω, πτολεμίζω' (πόλεμος)' ὡς καὶ νῦν, πολεμάω' πολεμίζω μετά τινι=διεξάγω πόλεμο μὲ τὴ συμμαχία κάποιου | 2. μτγν., φιλονικῶ, λογομαχῶ, διαπληκτίζομαι.
ΙΙ. μτβτ., πολεμῶ τινα, μάχομαι πρός τινα.
[πολεμίζων, ἀρσ. μτχ. ἐνεστ. τοῦ πολεμίζω (Α 168)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου