Τρίτη 21 Απριλίου 2009

θαμβέω

(θάμβος)' εἶμαι ἔκθαμβος, κατάπληκτος | 2. μετ᾿ αἰτ., ἐκπλήσσομαι γιὰ κάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: