τρίς
ἐπίρ. τοῦ τρεῖς' τρεῖς φορές' τρὶς τόσος=τρεῖς φορὲς τόσο, τριπλασίως' ἐς τρὶς=ἕως τρεῖς φορές, ἢ εἰς τρεῖς φορές' ὡς πρῶτο συνθετικὸ λέξεων ἐνισχύει τὴν ἔννοια τῆς λέξεως μὲ τὴν ὁποία συντίθεται΄ τρισ-άθλιος | 2. παροιμ., τρὶς ἕξ βάλλω=ρίχνω τρία ἐξάρια (εἰς τοὺς κύβους, ὡς τὸ σημερινὸ, τρεῖς ἐξάρες), ἔχω τὴ μεγαλύτερη ἐπιτυχία' εἶμαι τυχερός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου