ἐπὶ προσ., κατοικῶ, διαμένω | 2. μετ᾿ αἰτ. τόπου, κατοικῶ τόπον τινά, διαμένω εἴς τι μέρος' ἐπὶ τόπων, κεῖμαι, βρίσκομαι.
ΙΙ. μτβτ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐπ. ἀόρ. α’ ἔνασσα ἢ νάσσα, ἀντὶ ἔνασα=παραχωρῶ τόπον εἴς τινα γιὰ νὰ κατοικήσῃ' καθιστῶ τι κατοικήσιμο, οἰκοδομῶ πρὸς κατοίκηση | 2. μετ᾿ αἰτ. προσ., ἐγκαθιστῶ κάποιον κάπου, τὸν βάλλω νὰ κατοικήσει κάπου.
Ἐτυμ.: ἐκ ῥ. ΝΑΣ-, νέομαι, νέσομαι, νόστος, ὁμ. ναιετάω, ναέτης, ναετήρ, μετα-νάσ-της.
[ναιόμενον, μτχ. ἐνεστ. (Α 164)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου