(ὁ), (λέγω)' ἐνέδρα, τόπος γιὰ ἐνέδρα | 2. ἡ πράξη τοῦ ἐνεδρεύειν | 3. οἱ ἄνδρες ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἐνέδρα | 4. ἔνοπλο τμῆμα στρατιωτῶν, τμῆμα λαοῦ.
ΙΙ. τοκετὸς, γέννα.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου