Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

πείρω

(πέρας)' διαπερνῶ διὰ μέσου, διατρυπῶ, σουβλίζω' μτχ. πρκ., ἥλοισι πεπαρμένον=διαπερασμένο (διακοσμημένο) μὲ καρφιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια: