μτβτ., βάζω κάποιον νὰ καθίσει | 2. ἀμτβ., κάθομαι, καθίζω κάτω, ἐπὶ στρατιωτῶν, κάθομαι, τοποθετοῦμαι σὲ ἐνέδρα, ἐνεδρεύω, στρατοπεδεύω.
ΙΙ. παθ. ἵζομαι, ἐπὶ γῆς, κατακαθίζω, ὑφίσταμαι καθίζηση.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου