ἀττ.
ἑλίττω, ἐπ. καὶ ἰων.
εἱλίσσω' παθ. καὶ μέσον,
ἑλίσσομαι' περιστρέφω, τυλίσσω
| 2. κινῶ ταχέως, στρεφεδινῶ'
πλάταν ἑλίσσω=κωπηλατῶ ταχέως
| 3. μτφρ. περιστρέφω στῆ διάνοιά μου, διανοοῦμαι, ἀναπολῶ
| 4. ἀμτβ. σπεύδω, βιάζομαι, περιφέρομαι ταχέως, στρέφω τὸ πρόσωπο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, γύρω, στρέφομαι πρὸς τὸν κόλπο (ἐπὶ τῶν κυμάτων) - πηγαίνω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, πέρα-δῶθε, εἶμαι συνεχῶς ἀπασχολημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου