=
ὀφείλω (ῥ.
ΟΦΕΛ-): χρωστῶ
| 2. ἀπόλ., εἶμαι χρεωμένος, ἔχω χρέη
| 3. παθ. χρωστοῦμαι, μένω ὡς χρέος
| 4. μτχ.
ὀφειλόμενος=χρεωστούμενος, ἁρμόζων
| 5. μετ᾿ ἀπρφ., ὀφείλω νὰ πράξω κάτι |
6. ὁ ἀόρ. β’
ὤφελον (ἐπ.
ὄφελον) ἢ καὶ ὁ πρτ.
ὤφελλον (ἐπ.
ὄφελλον) γιὰ πράγματα τὰ ὁποία δὲν ἔπραξε κάποιος:
ὄφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι= ἔπρεπε νὰ εἶχε εὐχηθεῖ στοὺς θεούς
| 7. οἱ ἴδιοι χρόνοι καὶ πρὸς δήλωση εὐχῆς (ἢ ἐπιθυμίας), ἡ ὁποία δὲν ἐξεπληρώθει ἢ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκπληρωθεῖ:
τὴν ὄφελ᾿ ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις=αὐτὴν ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχε φονεύσει (εἴθε νὰ τὴν εἶχε φονεύσει) ἡ Ἄρτεμις (ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε)'
αἴθ᾿ ὄφελες ἄγονός τ᾿ ἔμεναι ἄγαμός τ᾿ ἀπολέσθαι=εἴθε νὰ μὴν εἶχες γεννηθεῖ ἢ (μιὰ καὶ γεννήθηκες) νὰ εἶχες πεθάνει ἄγαμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου