Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

χαλκοχίτων

(ὁ, ἡ) (χαλκός + χιτών)' ὁ φορῶν χάλκινο χιτῶνα, θώρακα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: