Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ἀθάνατος, η, ον

(ἀ + θάνατος)' ὡς καὶ νῦν, αὐτὸς ποὺ δὲν πεθαίνει | 2. ἐπὶ πραγμ., αἰώνιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: