Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

τριπλόος, η, ον

συνηρ. τριπλοῦς, ῆ, οῦν (τρεῖς)΄ ὡς καὶ νῦν, τριπλάσιος΄ ἐπίρ., τριπλῶς τριπλῇ=τριπλασίως | 2. τριπλῶς, κατὰ τρεῖς τρόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: