(α στερ. + πῆμα)' σῶος καὶ ἀβλαβής, αὐτός ποὺ δὲν παθαὶνει βλάβη | ὁ ἄνευ θλὶψεων, βασάνων | ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν βλάβη, ἣσυχος, πράος, εὐγενικός | ἐπὶ θεῶν, εὐμενής, ἳλεως.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου