θηλ. Αἰθιοπίς, (αἴθω + ὄψ)' κυρίως, ὁ ἔχων κεκαυμένον τὸ πρόσωπον= μαῦρος || ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ ὡς τὸ αἶθοψ=ἡλιοκαής.
ΙΙ. ἐπίθ., Αἰθιοπικός, Ἀφρικανός: - Αἰθιοπὶς γλῶσσα.
ΙΙ. ἐπίθ., Αἰθιοπικός, Ἀφρικανός: - Αἰθιοπὶς γλῶσσα.
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου