τύπος τοῦ οὐσ. βοῦς, χρησιμοποιούμενος ὡς α’ συνθετ. πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ὑπερβολικὰ μεγάλου, τοῦ τερατώδους: βού-παις, βου-φάγος (πρβλ. βού-συκα=πελώρια, πολὺ μεγάλα, σῦκα).
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
τύπος τοῦ οὐσ. βοῦς, χρησιμοποιούμενος ὡς α’ συνθετ. πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ὑπερβολικὰ μεγάλου, τοῦ τερατώδους: βού-παις, βου-φάγος (πρβλ. βού-συκα=πελώρια, πολὺ μεγάλα, σῦκα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου