(τό) = σύνολο ἀτόμων, ὁμὰς ἀνθρώπων, τὸ σύνολον τῶν ἀνηκόντων εἴς τινα ἐθνικότητα. 2) φυλὴ, ῥάτσα. 3) λαός, ἔθνος: τὰ ἔθνη=αἱ ἐθνότητες, οἱ ἐθνικοί, τ. ἔ. οἱ Έθνικοί, δηλ. οἱ εἰδωλολάτραι (δηλ. πάντες οἱ ἄλλοι πλὴν τῶν Χριστιανῶν καὶ Ἑβραίων). 4) ἰδιαιτέρα τάξις ἀνθρώπων, φυλετικὴ τάξις.
Ἐτυμ. ἔθνος < *sve- (βλ. ἐν λ. ἔθος < ἰαπ. *svedhos) πρβλ. καὶ σανσκρ. sabhά < ἰαπ. *sebhᾱ(=κοινότης, συνέλευσις), γοτθ. sibja ( < ἰαπ. *sebhjᾱ), παλ-γερμ. sippa(=ὁμαιμοσύνη).
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου