-εος, (τό) = συνήθεια, ἔθιμον, τρόποι.
Ἐτυμ.: ἔθος < *Fεθος, *Fhεθος, *σFεθ-΄ ὁμηρ. μτχ. ἔθων (=ἔχων συνήθειαν)΄ ἐθίζω, πρτ. εἴθιζον, πρκ. Λεσβ. εὔωθα. ὁμηρ. κ. λ. εἴωθα (ἐνίοτε καὶ ἔωθα) < *σεσFωθα, πρβλ. «εὐέθωκεν΄ εἴωθεν» (Ἡσυχ.)΄ ἐθὰς -άδος΄ ἦθος΄ ὁμηρ. ἠθεῖος, δωρ. ἠθαῖος. Πρβλ. σανσκρ. svadhᾱ(=συνήθεια, κατοικία), Λατιν. sodᾱlis (< *svedh-) soleo (συνηθίζω), suesco < *svedh-sko (πρκ. suevi, άπρφ. suere παρὰ Λουκρητ.), Γοτθ. sidus ( < ἰαπ. *sedh-), παλ-γερμ. situ(=συνήθεια), Γοτθ. swes. Ἐξ ἰαπ. ῥ. *sve-dh- (ἥτις περιέχει τὸ θέμα τῆς τριτοπροσ. προσωπ. *sve-, βλ. ἕ) καὶ ῥ. dhe (πρβλ. τί-θη-μι)=θέτω, ποιῶ, ὅθεν γεννᾶται ἡ σημ. σφετερίζομαι, οἰκειοποιοῦμαι (καθιστῶ τι ἰδικόν μου), καὶ περαιτέρω ἰδιοκτησία, οἰκειότης… οἰκεῖος.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου