Σημασία και ετυμολογία λέξεων
ο, ον, ποιητικὸς τύπος ἀντὶ ὀλομένην, μτχ. μέσου ἀορ. β’ τοῦ ὄλλυμι || συνήθως ὅμως ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δημοσίευση σχολίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου