καὶ ὀλλύω: καταστρέφω, ἐπιφέρω τὸ τέλος τινός, φονεύω. 2) ἀπόλλυμι, χάνω. – Τὸ ἐνεργ.καὶ εἰς τὰς δύο του σημασ. ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ λατ. perdere.
ΙΙ. μέσον, ὄλλυμαι, χάνομαι, φθάνω εἰς τὸ τέλος μου, «τελειώνω», ἀποθνῄσκω, λατ. pereo || ὄλοιο, ὄλοιτο, ὄλοισθε κλπ.=νὰ χαθῇς!, νὰ χαθῇ!, νὰ χαθῆτε! || καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, χάνομαι. 2) οὕτω ὁ β’ πρκ. ὄλωλα=εἶμαι κατεστραμμένος, εἶμαι χαμένος || οἱ ὀλωλότες=οἱ τεθνεῶτες, οἱ νεκροί. [δι’ ἐτυμ. βλ. ὄλεθρος].
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου