(σφέ)΄ ἑν. ἀρσ., ἰδικός του, ἑν. θηλ., ἰδικός της. | 2. (σφεῖς)=σφέτερος, ἰδικός των.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
(σφέ)΄ ἑν. ἀρσ., ἰδικός του, ἑν. θηλ., ἰδικός της. | 2. (σφεῖς)=σφέτερος, ἰδικός των.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου