διαιρῶ, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διανέμω || ἐν ἐνεργ. σημ. δὲν ἀπαντᾷ τὸ δαίω, ἀλλ’ ἀντ’ αὐτοῦ τὸ δαΐζω || ἐν μεσ. καὶ παθητ. σημασ. τὸ δαίομαι΄ ὡς μέσ.: κρέα δαιόμενος=διαμοιράζων μερίδας κρέατος || παθητ., δαίεται ἦτορ=ἡ καρδία μου εἶναι χωρισμένη, σχίζεται΄ ἐπ. γ’ πληθ. δεδαίαται. – Άλλ’ ὅμως οἱ τύποι ἔδαισα, ἐδαισάμην ἀνήκουσιν εἰς τὸ δαίνυμι΄ οἱ δὲ τύποι δάσομαι, ἐδασάμην, δέδασμαι ἀνήκουσιν εἰς τὸ δατέομαι.
Ἐτυμ.: ἐκ ῥ. δα-: δα-ί-ω ἤ μᾶλλον μέσ. δα-ί-ομαι (μέσ.=διανέμω, ὁμηρ. παθ.=εἶμαι μοιρασμένος, εἶμαι ἐσχισμένος)΄ δαίς, γεν. δαιτός΄ δαίτη΄ δαιτύς΄ δαιτυμών΄ δαιτρός΄ δαιτρόν΄ δαίνυμι΄ Γορτ. δαῖσις, -ιος΄ δαίμων, δαΐζω, δάνος, δατέομαι΄ πρβλ. ἐπιγρ. καρπο-δαισταί=διανομεῖς καρπῶν΄ πρβλ. σανσκρ. dάyate (διανέμειν, μοιράζεσθαι), dayά (συμμετοχή), dάti, dyάti (κόπτειν, δρέπειν, συλλέγειν), dάlu, dᾱtrάm (μέρος), dinάh (μοιρασμένος΄ βλ. δάνος), dίtih (διανομή κατ’ ἀναλογίαν)΄ πρβλ. ὡσ. Ἀρμ. ti γεν.΄ tioy (αἰών, ἔτη, ἡμέραι) ( < ἰαπ. *dῑ-t ἤ *dῑ-ti-, *dῑ-tᾱ)΄ λατ. dῑves. Έν πᾶσι τούτοις ὑπόκειται ἰαπ. ρ. dᾱ(i), de(i), dῑ (=διανέμειν)΄ δαίομαι < *δαι-jο-μια ἤ νεοσχηματισμὸς ἀντὶ *δάομαι (σανσκρ. dάyate) σύμφωνα πρὸς τὸν μέλ. δαίσω.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου