-ιος (ἡ): μανία, διαρκὴς ὀργή, θυμός.
Ἐτυμ.: μῆνις, δωρ. μᾶνις, αἰολ. μαῖνις (πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ μαίνομαι)΄ κατὰ τινας ἐν τῷ λατ. mᾱnes(=ψυχαὶ τῶν νεκρῶν, οἱ ἐξωργισμένοι) ὑπόκειται πληθ. τοῦ mᾱnis= δωρ. μᾶνις, πρβλ. λατ. immanis(κυρ.=qui est *in mani=ἐν μανίᾳ) καὶ Κρητ. ἐμμᾶνις(=ἐμμανής, μαινόμενος))΄ ἐκ τοῦ μῆνις τὰ: μηνίω, μήνιμα, μηνιθμός.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου