δωρ. μανίω (μῆνις)΄ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ὠργισμένος, ἐμμένω εἰς τὴν ἀδιάλλακτον ὀργήν μου || ὡσ. καὶ ἐκδηλώνω τὴν κατά τινος ὀργήν μου.
[ἐμήνιε, γ’ ἑν. πρτ. τοῦ μηνίω (Α 247)]
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
δωρ. μανίω (μῆνις)΄ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ὠργισμένος, ἐμμένω εἰς τὴν ἀδιάλλακτον ὀργήν μου || ὡσ. καὶ ἐκδηλώνω τὴν κατά τινος ὀργήν μου.
[ἐμήνιε, γ’ ἑν. πρτ. τοῦ μηνίω (Α 247)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου