πνέω, φυσῶ, ἀναπνέω΄ ἦκα μάλα ψύξασα=λίαν ἀσθενῶς φυσήσασα.
ΙΙ ποιῶ ψυχρὸν ἢ δροσερόν, ψυχραίνω, ἀναψύχω, δροσίζω. | 2. ἐν τῷ παθητ., ὡς καὶ νῦν, ψύχομαι, γίνομαι ψυχρός, παγώνω, κρυώνω.
Ἐτυμ.: ψύχω΄ ψῦχος΄ ψυχρός΄ψυκτήρ΄ ψυγεύς΄ ψυχή΄ ὁ ἐν ἀρχῇ φθόγγος ψ- θὰ ἠδύνατο νὰ προέρχεται ἐκ τοῦ ἰαπ. *bzh-, *bhs-, μεταπτωτ. βαθμ. τῆς ριζ. bhes- (πνέω, φυσῶ), τῆς ἐν τῷ σανσκρ. babhasti (πρβλ. ψ-ίθ-υρος)΄ τὸ -χ- ἑρμηνεύεται καθ’ ὅν τρόπον καὶ ἐν νή-χω, ψή-χω κ. ἄ.΄ κατά τινας εἶναι συγγ. τῷ φῦσα, ὡς ἐάν τὸ ψυ- προήρχετο διὰ μεταθέσεως φθόγγων ἐκ ριζ. sphu- (πνέω, φυσῶ), ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀπίθανον, διότι δὲν μαρτυρεῖται ἄλλοθεν τοιαύτη μορφὴ τῆς ρίζης.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου