μέσον, παθ. τίθεμαι΄ θέτω, τοποθετῶ, βάλλω, φέρω (βάλλω) τι εἴς τινα θέσιν (λατ. ponere) | 2. μτφρ. τίθημί τινι ἔπος ἐν φρεσίν (ἢ βουλὴν ἐν στήθεσσι)= ἐμβάλλω (ἐμφυτεύω) λέξιν τινὰ εἰς τὸν νοῦν τινος (ἢ πόθον εἰς τὴν καρδιά του) | 3. ἀλλὰ ἁπλῶς τίθημι νόῳ=βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν μου ἢ εἰς τὴν καρδιά μου, ἔχω κατὰ νοῦν νά… - μέσον, τίθεμαι θυμὸν ἐν στήθεσσι=ἐναποθηκεύω ὀργὴν εἰς τὰ στήθη μου, «βράζω μέσα μου».
ΙΙ. θέτω, ὁρίζω, κανονίζω, ἀποφασίζω | 2. τίθημι ἀγῶνα= προκηρύσσω (διοργανώνω) ἀγῶνα, ἱδρύω ἀγῶνα | 3. ἐπὶ βραβείων, τίθημι ἄεθλα=προκηρύσσω βραβεῖα (λατ. proponere) | 4. τίθημι ἐς μέσον=λατ. in medio ponere=προβάλλω τὰ βραβεῖα (τὰ ἐκθέτω εἰς τὸ μέσον, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ) πρὸς ἀνταγωνισμὸν διὰ τὴν ἀπόκτησιν των | 5. ὡσ. ἐπὶ κυριαρχίας, ὑμῖν ἐς μέσον ἀρχὴν τιθείς=θέτων τὴν ἐξουσίαν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν δημοσίᾳ. | 6. ἀπονέμω, καταλογίζω, ἐπιδικάζω, παραχωρῶ | 7. τίθημι νόμον=νομοθετῶ, θεσπίζω νόμον, ἐπὶ βασιλέως (γεν. ἀνωτάτου ἄρχοντος) ὡς καὶ ἐπὶ νομοθέτου | 8. ἐν ᾧ τὸ μέσον τίθεμαι νόμον ἐλέγετο ἐπὶ τοῦ λαοῦ καὶ ἐσήμαινε=«νομοθετῶ δι᾿ ἐμαυτὸν», βάλλω νὰ μοῦ κάνουν ἕναν νόμον πρὸς χρῆσίν μου, ἢ ἐπικυρώνω διὰ τῆς ψήφου μου νόμον ὑποβληθέντα εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ. | 9. ὁρίζω, διορίζω, ἱδρύω, θεσπίζω, ἐντέλλομαι, παραγγέλλω. | 10. έν τῷ μέσῳ, καθορίζω ἀπὸ κοινοῦ μετ᾿ ἄλλων, κλείω συμφωνίαν, κανονίζω.
ΙΙΙ. ὡς τὸ ἀνατίθημι, ἱδρύω ἐν ναῷ, ἀφιερῶ, ἀναθέτω. | 2. ἐπὶ καλλιτεχνῶν, παριστάνω, ἀπεικονίζω, ζωγραφῶ.
ΙV. κατατάσσω εἴς τινα τάξιν, θεωρῶ, ὑπολογίζω, λογαριάζω, ἐκτιμῶ | 2. πιστεύω, σκέπτομαι, λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν, νομίζω.
V. έν τῷ μέσῳ, τίθεμαι ψῆφον=βάλλω (ἤ ρίπτω) τὴν ψῆφόν μου εἰς τὴν ψηφοδόχον κάλπην, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ψηφοφορῶ | 2. ἐντεῦθεν, τίθεμαι τὴν γνώμην=δίδω τὴν γνώμην μου, ἐκφέρω τὴν ἀπόφασίν μου, ἀποφασίζω | 3. τίθεμαι γνώμῃ=συμφωνῶ πρός τινα γνώμην (ἀπόφασιν), τὴν ὑπογράφω. | 4. καταθέτω εἰς λογαριασμόν μου, βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ἀλλ’ ὡσ. καὶ καταβάλλω, πληρώνω (ὀφειλόμενα).
VI. καταθέτω, ὡς εἰς τράπεζαν.
VII. ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεμαι τὰ ὅπλα ἔχει τρεῖς σημασίας= 1) ἀποθέτω τὰ ὅπλα, τὰ στήνω, στρατοπεδεύω, νυκτοφυλακῶ || γεν., καταλαμβάνω θέσιν, παρατάσσομαι πρὸς μάχην. 2) λαμβάνω τὰ ὅπλα, τίθεμαι εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν, πολεμῶ. 3) καταθέτω τὰ ὅπλα, παραδίδομαι.
VIII. τὸ τίθημι χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων΄ κάμνω τι(νά) τι, καθιστῶ τι(να) τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τό(ν) φέρω εἰς μίαν κατάστασιν τοιαύτην ἢ τοιαύτην, μεταβάλλω εἴς τι, κατορθῶ, πραγματοποιῶ: σῦς ἔθηκας ἑταίρους=κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους | ναῦν λᾶαν ἔθηκε=μετέβαλε τὸ πλοῖον εἰς λίθον. 2) μετ’ ἐπίθ.΄ τίθημί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον=καθιστῶ τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρατον. 3) παῖδα τίθεμαί τινα (ὡς τὸ παῖδα ποιοῦμαί τινα)=κάμνω τινὰ τέκνον μου, τὸν υἱοθετῶ. –
ΙΧ ἐπὶ πραγμάτων, κάμνω, προκαλῶ, δημιουργῶ, ἀπεργάζομαι, παράγω, κάμνω νὰ συμβῇ τι. - ἐν τῷ μέσῳ, κάμνω (ἐτοιμάζω, παρασκευάζω) τι δι᾿ ἐμαυτόν΄ τίθεμαι δῶμα=οἰκοδομῶ κατοικίαν δι᾿ ἐμαυτόν (πρὸς χρῆσίν μου)΄ τίθεμαι κέλευθον=ἀνοίγω δρόμον δι’ ἐμαυτόν (ἰδιωτικὸν τρόπον τινὰ δρόμον). | 2. εὖ ἢ καλῶς τίθεμαί τι=διευθετῶ, τακτοποιῶ, τι, τὸ διαχειρίζομαι καλῶς (δηλ. καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μου), κάμνω καλὴν χρῆσίν του, τὸ ἐκμεταλλεύομαι κατὰ τρόπον πρακτικόν.
Χ. τίθημι μετ᾿ αἰτ. συχνὰ κεῖται ἀντὶ μονολεκτικοῦ ῥήματος (ὁμορρίζου πρὸς τὸ κατ’ αἰτ. οὐσ.): τίθημι σκέδασιν= σκεδάννυμι(=διασκορπίζω), τίθημι κρύφον=κρύπτω, τίθημι αἶνον=αἰνῶ, κλπ.
Ἐτυμ.: τίθημι, σανσκρ. dadhati (θέτει), πρκ. dashau, μτχ. hitah, βεδ. dhitah(=θετός, λατ. conditus), Ζενδ. dadaiti (τοποθετῶ), παλ-περσ. πρτ. adada, ἀρμ. dnem (ἀόρ. ἐνεργ. α’ ἑν. edi)=τοποθετῶ, λατ. ab-do, condo, credo (: σανσκρ. crad-dadhati=ἔχω πεποίθησιν, πιστεύω), παλ-ιρλ. cretim, gail. credo(=πιστεύω), perdo, facio (ἐπεκτ. κατὰ ἕν –k-, ἥτοι *dhe-k΄ πρκ. fec=ἑλλ. [ἔ]θηκ[α], πρβλ. φρυγ. αδ-δακετ, ἑλλ. θήκη, σανσκρ. dha-kah= ἀποθήκη), gail. πρκ. dede (=λατ. posuit), ἀγγλ-σαξ. don, παλ-σαξ. don, παλ-γερμ. tuon (ποιῶ), παλ-σλαυ. deja, dezda, απρφ. deti, λιθ. demi, dedu, απρφ. deti (τίθημι)΄ ἐντεῦθεν καὶ τὸ θέμα (τὸ τεθειμένον, χρῆμα κατατεθειμένον, βραβεῖον) (> λατ. thema), θέσις, θεσμός, θέμις, θεμόω, θέμεθλον΄ (ἐκ. ρίζ. θεμ- προελθούσης ἐκ συμφυρμοῦ τῆς ρίζ. θε- καὶ τοῦ προσφ. –m-, ἰων. θωή, ἀττ. ἐπιγρ. θωᾶ(=τιμωρία), θωμός(=σωρός), θαμά κ.ἄ.
[ἔθηκε, γ’ ἑν. ἀόρ. α’ (Α 2)]
[θῆκε, ποιητ. ἀντὶ ἔθηκε, γ’ ἑν. ἀορ. (Α 55)]
[θείομεν, ἐπ. ἀντὶ θέωμεν, α’ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β’ (Α 143)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου