(τό)΄ πόνος (λατ. dolor) σωματικὸς ἢ ψυχικός || πόνος, θλίψις, ὀδύνη, στενοχωρία. – ΙΙ μτγν. πᾶς ὅ,τι προξενεῖ πόνον.
Ἐτυμ.: δι’ ἐτυμ. βλ. ἀλέγω΄ διότι ἄλγος: ἀλέγω εὑρίσκονται ἐν οἵᾳ σχέσει τὸ ζεῦγος ἀλκή: ἀλέξω.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου