Σημασία και ετυμολογία λέξεων
ές, (α στερ. + ἰδεῖν)΄ἀόρατος, ἄφαντος || κατεστραμμένος.
2) ἐνεργ. ὁ μὴ ὁρῶν, τυφλός.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δημοσίευση σχολίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου