Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

εἴδω

Fίδω, πρβλ. λατ. video΄ βλέπω || ἀχρηστευθὲν κατὰ τὸν ἐνεργητικὸ ἐνεστῶτα, ὅστις ἐμφανίζεται ὡς ὁράω΄ αἱ σημασίαι του κατανέμονται εἰς δύο ὁμάδας, τὴν τοῦ βλέπω καὶ τὴν τοῦ γνωρίζω.

Α. ἐν τὴ σημασία τοῦ βλέπω κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ β’ ἀόρ. εἶδον, ἐπ. ἴδον, ἴδεσκον΄ ὑποτ. ἴδω, καὶ ἐπ. ἴδωμι΄ἀπρφ. ἰδεῖν καὶ ἐπ. ἰδέειν΄μτχ. ἰδών. Ἡ αὐτὴ σημασία τοῦ βλέπειν ἀνήκει καὶ εἰς τὸν μέσ. ἀόρ. β’ εἰδόμην, ἐπ. ἰδόμην΄προστ. ἰδοῦ (ἐξ ἦς τὸ ἐπίρ. ἰδοῦ)΄ ὑποτ. ἴδωμαι΄ ἀπρφ. ἰδέσθαι. Ἡ προστ. τοῦ μέσου ἀόρ. β΄ ἰδοῦ κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιφώνημα (ἰδοῦ! νά!) λατ. ecce! - Ὡς ἐνεργ. χρησιμοποιεῖται ο τύπος ὁράω, ὡς παρακ. ὁ ἑώρακα ἑόρακα, καὶ ὡς μέλλ. ὁ τύπος ὄψομαι.

ΙΙ. Ἐν τῇ ἐπικῇ καὶ ἰων. γλώσσῃ ἀπαντᾷ καὶ ὁ παθητ. καὶ μέσ. ἐν. εἴδομαι΄ἀόρ. α΄ εἰσάμην, καὶ ἐπ. ἐεισάμην, -σαο, -σατο μετὰ παθητ. ἐνν. βλέπομαι, εἶμαι ὁρατός, φαίνομαι, ἐμφανίζομαι (λατ. videor ΄ εἴδεται ἄστρα=τὰ ἄστρα εἶναι ὁρατά, ἐμφανίζονται.

ἐντεῦθεν ἀκολουθοῦν αἱ σημασίαι: 2) ἔχω ἤ λαμβάνω τὴν ἐμφάνισιν πράγματός τινος || καὶ μετὰ δοτ.=καθιστῶ ἐμαυτὸν ὅμοιον: ἐείσατο φθογγὴν Πολίτῃ=ἐξωμοίωσεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν Πολίτην κατὰ τὴν φωνήν.

Β. =γιγνώσκω, γνωρίζω. - ἐν τῇ σημασ. ταῦτῃ ἀπαντᾷ ὁ πρκ. οἶδα (=κυρ. ἔχω ἴδει), συνήθως ὅμως χρησιμοποιούμενος ὡς ἐνεστ. ἐν τῇ σημασ. τοῦ γνωρίζω (διότι γνωρίζει τις βεβαίως ὅ,τι ἔχει ἴδει)΄ οὕτω καὶ ὁ ὑπερσ. ᾕδη (=κυρ. εἴχον ἴδει) χρησιμοποιεῖται ὡς παρατ. ἐν τῇ σημασ. τοῦ ἐγνώριζον. – οἶδα, οἶσθα (καὶ ποιητ. οἶδας), εὖ οἶδα=γνωρίζω καλῶς΄ εὖ ἴσθι=γνώριζε καλὼς, ἔσο βέβαιος: νοήματα, μήδεα οἶδε=εἶναι γνώστης σχεδίων, εἶναι ἐπινοητικός || ἐν τῂ σημασ. ταύτῃ καὶ μετὰ ἐπιθ.: πεπνυμένα, φίλα, ἄρτια, εἰδέναι. Ὡσ. συχν. καὶ κατὰ μτχ.: εὖ εἰδώς=γνωρίζων καλῶς, πολὺ ἐπιδέξιος. Ἐν τῇ ἐνν. ταύτῃ τοῦ «εἶμαι ἐπιδέξιος εἴς τι» παρ’ Ὁμήρῳ δέχεται καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ εἰς ὅ τις εἶναι ἐπιδέξιος: τόξων ἐὺ εἰδώς=ἐπιτήδειος εἰς τὴν χρῆσιν τῶν τόξων. Ὡσαύτως μετὰ αἰτ. χάριν οἶδά τινι=ἀναγνωρίζω ὅτι ὀφείλω εὐγνωμοσύνην εἴς τινα, εὐγνωμονῶ τινα. – οἶδ’ ὅτι, οἶσθ’ ὅτι=γνωρίζω, γνωρίζεις, τι καλῶς. - Ὡσ., οἶσθ’ ὅτι, οἶσθ’ ὅ καὶ οἷσθ’ ὡς μετὰ ἑπομένης προστ. πρὸς δήλωσιν προτροπῆς ἤ ἐντολῆς, χωρὶς καὶ νὰ καθορίζεται τὸ ἀντικείμενον τῆς ἐντολῆς, ὡς ἐάν τοῦτο ἦτο γνωστὸν ἐκ τῶν προτέρων΄ κυρ. ἐν τῇ φράσει: οἶσθ’ ὅ δρᾶσον ἀντί: δρᾶσον, οἶσθ’ ὅ=πρᾶξον, γνωρίζεις τι΄ συνήθως αἱ τοιαῦται περιφράσεις ἐκφέρονται ἐρωτηματικῶς: οἶσθ’ οὖν ὅ δρᾶσον; =δρᾶσον – οἶσθ’ ὅ;=κάμε - ἠξεύρεις τί; (δηλ. κάμε γρήγορα).


Ἐτυμ.: [ἐξ ἰαπ. ῥ. veid΄ δι’ ἐτυμ. βλ. λ. λ. εἶδος, ἰδεῖν, οἶδα].

[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]

[
ἰδεῖν, ἐπ. ἰδέειν, ἀπρφ. τοῦ εἶδον, ἀόρ. β’ τοῦ *εἴδω (ἀϊδής)]
[
οἶσθα, β’ ἑν. τοῦ οἶδα (Α 85)]
[
ἴδμεν, ἰων. καὶ δωρ. ἀντὶ ἴσμεν, α’ πληθ. τοῦ οἶδα (Α 124)]
[
ἰδών, μτχ. ἀρσ. ἀορ. β’ τοῦ εἴδω (Α 148)]
[
εἰδῇς, β’ ἑν. ὑποτ. τοῦ οἶδα (Α 185)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: