κατασκευάζω, κτίζω, ποιῶ, οἰκοδομῶ | 2. ἡ μτχ. παθ. πρκ. τετυγμένος συχνὰ ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ τυκτός=καλῶς κατασκευασμένος, καλῶς ἐπεξεργασμένος, μτφ. συμπαγής, σταθερός.
ΙΙ. παθ. κατασκευάζομαι, μτφ. γίνομαι, συμβαίνω | 2. μετὰ διπλῆς αἰτ., καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἤ τοιοῦτον: τεύχω τινὰ εὐδαίμονα.
[τεῦχε, προστ. β’ ἑν. ἐνεστ. (Α 4)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου