(ὁ) (ἄγαν + μέμνων (ἐκ τοῦ μένω)' ὁ λίαν σταθερός, ἀποφασιστικός, ἐπίμονος· πρβλ. Μέμνων): - βασιλεὺς τῶν Μυκηνῶν, ἡγεμὼν ἐν τῇ τῶν Ἑλλήνων ἐκστρατείᾳ κατὰ τῆς Τροίας, Ὅμ.: ἐπίθ. Ἀγαμεμνόνεος, έα, εον, Ὅμ., ὡσαύτως -όνειος, εία, ειον καὶ -όνιος, ία, ιον, Πίνδ., Αἰσχύλ.· Πατρωνυμ. -ονίδης (ὁ) υἱὸς τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ Ὀρέστης, Ὀδ. Α, 30, Σοφ. Ἠλ. 182.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου