ἤ ὀρνύω, μέσον ὄρνυμαι, ἐκτετ. τύπος τοῦ ῥιζικοῦ *ὄρω' ποιητ. ῥῆμα΄ ῥιζικὴ σημασία, κινῶ, διεγείρω, σηκώνω, ἰδίως | 1. ἐπὶ σωματικῆς κινήσεως, παροτρύνω τινὰ εἴς τι, παρορμῶ, τινὰ ἐπί τινα΄ οἱ ἐπ’ αἰετὸν ὦρσε | μετ’ ἀπρφ., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι=διήγειρε, παρώτρυνε νὰ πολεμήσῃ, Ἰλ. Ν. 794 | 2. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ προστ. ὄρσεο, ἐγείρου, «σήκω», ἐμπρός! ὡς τὸ ἄγε καὶ ἴθι ἐπὶ παρακελεύσεως | 3. ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, μανιωδῶς ὁρμῶ, ὦρτο δ’ ἐπ’ αὐτοὺς [Ἕκτωρ] Ἰλ. Ε. 590 | 4. ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, «σηκώνω», ὦρσεν ... Ἱπποκόωντα Ἰλ. Κ. 518 | 5. ἐπὶ ζῴων, διεγείρω, ἐξεγείρω, τὸ "ξεσηκώνω" ἀπὸ τὴ φωλιά του καὶ τὸ κυνηγώ | 6. συχνάκις ἦν ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ προσώπων, οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιφέρω, ἐγείρω, λατ. ciere, ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ ὁποῖα οἱ θεοὶ προκαλοῦσιν, ἄνεμον, ἀνέμων ἀϋτμήν, ἀήτας, θύελλαν, κύματα, νοῦσον | 7. ἐπὶ ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, παθῶν κτλ., ὄρσαι πόλεμον, ἔριν, μῶλον, κυδοιμόν, καὶ ἵμερον, γόον, φόβον, μένος, σθένος.
ΙΙ. μέσ., μετὰ τοῦ πρκ. ὄρωρα, κινοῦμαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι΄ εἰσόκε μοι φίλα γούνατ’ ὀρώρῃ=ἐφ’ ὄσον τὰ μέλη μου ἔχουν δύναμιν νὰ κινοῦνται, Ἰλ. Ι. 610 | ὡσαύτως μετ’ ἀπρφ., ἐγείρομαι ὅπως πράξω τι, ἑτοιμάζομαι πρός τι.
[ὄρσε, γ' ἑν. ὁριστ. ἀορ. α΄(Α 10)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου