ἐν χρήσει μόνο κατ' ἐνεστ. καὶ πρτ., παράλληλος τύπος τοῦ ὄλλυμι΄ ὡς τὸ ὄλλυμι, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, φονεύω | παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ φονεύω, καὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων.
ΙΙ. παθ., χάνομαι, ἀποθνήσκω, ἰδίως ἐπὶ ἐπιδημικοῦ θανάτου, ὀλέκοντο δὲ λαοὶ Ἰλ. Α. 10.
[ὀλέκοντο, γ΄ πληθ. πρτ. (Α 10)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου