συνῃρ. νεῦμαι' ὑπάγω ἢ ἔρχομαι, τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἶμι, μὲ σημασ. μέλλ., τούτου δὲ συχνοτάτη ἐξαίρεσις εἶναι τὸ ἀπαρ., πάλιν ν.=ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, Ἰλ. Ζ. 189, Ὀδ. Ζ. 110· καὶ συχνάκις καθ’ ἑαυτό, ὑποστρέφω, οἶκόνδε νέεσθαι, πρβλ. νόστος· - παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πλὴν ἐν Ἰλ. Μ. 32, ἐπὶ ποταμῶν, ῥέω πρὸς τὰ ὀπίσω, ποταμοὺς δ’ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, - ἐπειδὴ οἱ ἄνεμοι (Ψ. 229) λαμβάνονται ὡς θεοί: συντάσσ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν προσθέσεων εἰς, πρός, ἐπί, μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ τῆς ὑπὸ μετ’ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 51· μετὰ τῆς ἐπὶ μετὰ δοτ. Χ. 392· μετὰ μόνης αἰτ., Η. 335. - Ρῆμα ἐπ. σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.
Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΝΕΣ, πρβλ. νόσ-τος, νίσσ-ομαι, ἴσως συγγενὲς τῇ ῥίζ. ΝΑΣ, ναίω, Νέστωρ=ὁ πάντοτε ἐπιστρέφων ἢ ἀποτελῶν τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἄλλων, ὡς χθόνια θεότης.
[νέηαι ἰων. ἀντὶ νέῃ, β’ ἐνεστ. ἑν. ὑποτ. (Α 32)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου