(τέλος)΄ φέρω εἰς πέρας, ἐκπληρώνω, συμπληρώνω, ἐκτελῶ, πραγματοποιῶ | τηρῶ τὸν λόγο μου, ἐκπληρώνω τὴν ὑπόσχεσή μου, κάνω τὴν χάρη σὲ κάποιον.
ΙΙ. παθ. τελέομαι-οῦμαι, τελειοποιῶ, φέρω εἰς ὡρίμανση | 2. ἔρχομαι σὲ ἕνα τέλος, τελειώνω, φθάνω στὸν προορισμό μου.
ΙΙΙ. πληρώνω τὰ χρέη μου, γεν. ξοδεύω, δαπανῶ | 2. ἀνῆκω.
ΙV. μυῶ στὰ μυστήρια, μυσταγωγῶ.
[ἐτελείετο, ἐπ. ἀντὶ ἐτελεῖτο, γ’ ἑν. παθ. πρτ. (Α 5)]
[ἔτελλε γ’ ἐν. ἀορ. α’ (Α 25)]
[τελέσσῃ, ὑποτ. ἀορ. (Α 82)]
[ἐτέλεσσας, ἐπ. ἀόρ. α’ (Α 108)]
[τελέεσθαι, ἀντὶ τελεῖσθαι, ἀπρφ. ἐνεστ. τοῦ τελέομαι-οῦμαι (Α 204)]
[τετελεσμένον, οὐδ. μτχ. πρκ. τοῦ τελέομαι-οῦμαι (Α 212)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου