(ἡ)΄ χέρι.
Έτυμ.: Ὁ Κούρτ. 189 παρατηρεῖ ὅτι ἡ λ. χεὶρ περιέχει τὴν ἐνεργητικὴν ὄψιν τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἧς τὴν παθητικὴν ὄψιν ἐκφέρουσι τὰ χέρης, χερείων· καὶ παραβάλλει σανσκρ. har-ami (rapio), har-anam (manus)· ζενδ. zar (rapio)· άρχ. λατ. hir=manus· ὡσαύτως hir-us, hēr-es, hir-udo.
[χερσίν ποιητ. τύπος δοτ. πληθ., αντὶ τοῦ χερσί (Α 14)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου