Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

δῶμα

(τό) (δέμω) οἰκία, παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς (πρβλ. δόμος) | 2. ὡσαύτως, μέρος οἰκίας, τὸ κύριον δωμάτιον, ἡ αἴθουσα ἐν ἧ ἦτο ἡ ἑστία, Ἰλ. Ζ. 316, καὶ συχν. ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς μόνης οἰκίας, Ὀδ. Β. 259 | 3. ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν θεῶν, θεοὶ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες Ἰλ. Β. 13, κτλ.· κλυτὰ δ. βένθεσι λίμνης, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ν. 21· καὶ συχν. ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, δῶμ’ Ἀΐδαο, ὁ κάτω κόσμος, Ὀδ. Μ. 21.

Ἐτυμ.: ρ. ΔΕΜ-.

Δεν υπάρχουν σχόλια: