η, ον΄ αἰολ. κόϊλος, α, ον΄ ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι νῆες, οὕτω καὶ ὁ δούρειος ἵππος καλεῖται κ. λόχος, κ. δόρυ Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· συχνάκις μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς ἴσως προκειμένου περὶ πλοίων), κ. σπέος Ὀδ. Μ. 93, κ. κάπετος, ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797 | 2. ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων κοίλωμα, κοίλη Λακεδαίμων=ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1 | α. κ. λιμήν, ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. αἰγιαλός=κολπώδης ἀκτή, Χ. 385 | β. κ. ὁδός=βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419.
[κοίλῃσιν δοτ. πληθ. (Α 26)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου