ἀκέων
ἀκέουσα (ἀκήν), μετοχικὸς τύπος χρησιμοποιούμενος παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιρ.: ἡσύχως, ἀθορύβως, σιωπηλῶς, ἐν σιγῇ, Ἰλ. Α. 34. Ὀδ. Ι. 427, κτλ. ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. ἔτι καὶ μετὰ πληθυντ. ῥήματος, ἀκέων δαίνυσθε, Φ. 89, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404· ἀλλὰ κατὰ δυϊκὸν ἀκέοντε, Ὀδ. Ξ. 195· οὐδέποτε κατὰ πληθ. - Ἂν καὶ ἀκέουσα ἀπαντᾷ Ἰλ. Α. 565, Ὀδ. Λ. 141, ὅμως τὸ ἀκέων τίθεται καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ, Ἀθηναίη ἀκέων ἦν, Ἰλ. Δ. 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου