(ὁ) σωρός' συνήθως ἡ ἀμμώδης ἀκτὴ τῆς θαλάσσης, ἀλλ’ ἀείποτε ἐν πλαγίαις πτώσεσι μετὰ τῆς λέξεως θάλασσα κατὰ γεν., παρὰ θῖνα... θαλάσσης Ἰλ. Α. 34· ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Δ. 248· ἐπὶ θῖνα θαλάσσης Ὀδ. Ζ. 236, κτλ.· παρὰ θῖν’ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Ἰλ. Α. 326· θῖν’ ἐφ’ ἁλὸς πολιῆς αὐτόθι 350, κτλ.· ἢ μόνη, ἐπὶ θινὶ Ὀδ. Η. 290· παρὰ θῖνα Ι. 46· θίν’ ἐν φυκιόεντι Ἰλ. Ψ. 693.
Ἐτυμ.: πρβλ. σανσκρ. dhan-us (ἀκτὴ ἀμμώδης, νῆσος), ἀγγλ. σαξ. dun (ἀγγλ. down)· ἀρχ. γερμαν. dûn (ἀκρωτήριον)· χυδ. γερμαν. dün-en ἀνατολ. ἀγγλ. denes.
[θῖνα, αἰτ. ἐν. (Α 34)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου