ἐνεργ., πληρώνω, καταβάλλω (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προσφέρω τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς=εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν πρόστιμον τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν=ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι πρόστιμον τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289 - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω χρέος ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. ζωάγρια Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348 - ὡσαύτως ἁπλῶς, πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, μετὰ γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166.
Ἐτυμ.: ἐκ τῆς ῥ. ΤΙ παράγονται αἱ λέξεις τί-νω, τί-νυμαι, τί-σις, τι-μή, κλπ.· πρβλ. σανσκρ. ќi, ќinomi (ordino, colligo)· ќa-yé μέσ. (poenas sumo)· apa-ќi-tas (honore affectu)· ζενδ. ci (expiare)· ci-tha, ci-thi (poena).
[τείσειαν, γ' πληθ. μελλ. (Α 42)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου