ἀποθ. ὀργίζομαι, ἐξοργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ' χωόμενος κῆρ, θυμόν, Ἰλ.
[χωόμενος, μτχ. ἐνεστ. (Α 44)]
[χωομένοιο, γεν. τῆς άρσ. μτχ. χωομένος (Α 46)]
[ἐχώσατο, γ’ ἑν. ἀορ. α’ (Α 64)]
[χώσεται, μελλ. (Α 80)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου