ἀρχ. ἀττ. κάω' 1. ἀνάπτω, πυρὰ πολλὰ Ἰλ. Ι. 77· πῦρ κήαντες Ὀδ. Ι. 231· πῦρ κῆαι Ο. 97, κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πῦρ κήαντο, Ἰλ. Ι. 88, πρβλ. 234, Ὀδ. Π. 2: - Παθ., καίομαι, πυραὶ νεκύων καίοντο Ἰλ. Α. 52· θεείου καιομένοιο Θ. 135· καιομένοιο πυρὸς Τ. 376, κτλ. | 2. θέτω εἰς τὸ πῦρ, καίω, μηρία, ὀστέα Ὀδ. Ι. 553, Ἡσ. Θ. 457· νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· δένδρεα, ὕλην αὐτόθι 357, κτλ. - Παθ., νηυσὶν καιομένῃσιν Ἰλ. Ι. 602.
Ἐτυμ.: τὸ ι ἐν τῷ καίῳ ἀντικατέστησε τὸ Ϝ (ἴδε ἐν λ. κλαίω) τῆς ῥ. ΚΑΥ ἢ ΚΑϜ, ὅπερ ἀναφαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καύσω, ἐν τῇ λέξει καῦ-μα, κτλ.· πρβλ. γοτθ. hai-s (λαμπάς), hau-ri (ἄνθραξ), hei-to (πυρετός)· ἀρχ. σκανδιν. hi-ti, ἀγγλο-σαξον. hœ-tu (ἀγγλ. heat),κτλ· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. δὲν παραδέχεται σχέσιν πρὸς τὸ σανσκρ. ←ush (siccescere).
[ἔκηα, ἐπ. ἀόρ. α’ (Α 40)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου